- τριγλίς
- τριγλ-ίς, ίδος, ἡ, Dim. of τρίγλη, Antiph.68.15, Arist.Fr.194, Dorio ap.Ath. 7.300f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριγλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίς — ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τού τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] … Dictionary of Greek
τριγλίδας — τριγλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίδες — τριγλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίδος — τριγλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίδων — τριγλίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)